Τσάκωνες

Τσάκωνες
Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των Ελευθερολακώνων και, σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, οι προγονοί τους ήταν Λάκωνες που αφομοιώθηκαν από τους Δωριείς. Παράλληλα λέγεται ότι το όνομά τους είναι παραφθορά της λέξης Λάκωνες, Τσλάκωνες, Τσάκωνες. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα αναγκάστηκαν, εξαιτίας της δράσης των πειρατών, να αποσυρθούν από τα παράλια προς το εσωτερικό, όπου δημιούργησαν αξιόλογους οικισμούς. Αργότερα, στα χρόνια της φραγκοκρατίας, διεξήγαν σκληρούς αγώνες εναντίον των ξένων και δύσκολα υποτάχθηκαν. Βοήθησαν αποφασιστικά τον Μιχαήλ H’ Παλαιολόγο και, την ίδια περίοδο, πολλοί εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Όσοι έμειναν στη χώρα τους, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επικράτηση και στην ύπαρξη του δεσποτάτου του Μιστρά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, πολλοί Τ. ασχολήθηκαν με το εμπόριο του βουτύρου στην Ευρώπη, χωρίς να ξεχάσουν ποτέ τις καταβολές και τις προγονικές εστίες τους. Άλλοι επιδόθηκαν στην εκμετάλλευση κάποιου αλατωρυχείου στα σύνορα Αυστρίας και Πρωσίας, όπου αργότερα ίδρυσαν τον οικισμό Zakonishein, το μετέπειτα Zachlhein. Οι Τ. που εκπατρίστηκαν διατήρησαν στενούς δεσμούς με την πατρίδα τους, κέντρο της οποίας ήταν το Λεωνίδιο.
* * *
οι, Ν
οι κάτοικοι τής Τσακωνίας ή αυτοί που κατάγονται από την Τσακωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. Τσάκωνες πρέπει μάλλον να θεωρηθεί συγγενής με τον τ. Λάκωνες και, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη φρ. έξω Λάκωνες (λόγω τού ότι η Τσακωνία είναι η περιοχή τής Λακωνίας έξω από τον Πάρνωνα) με τροπή τού -ξ- σε -τσ- (πρβλ. το τσακώνικο τσερέ, αντίστοιχο τού ξηρός) και αποβολή τού -λ-: έξω Λάκωνες > Τσω-άκωνες > Τσάκωνες (πρβλ. προάστειον < Πραστός). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η προέλευση τού τ. από τη φρ. εἰς τοὺς Λάκωνας > εἰς τοὺς Ἄκωνας (με αποβολή τού -λ- προ τού -α-) > Τσάκωνες. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι ο τ. Τσάκωνες συνδέεται με το επίθ. τραχύς, μέσω τού τ. τραχών «τραχύ, ανώμαλο έδαφος» (με την έννοια ότι η Τσακωνία είναι τραχιά περιοχή), με τροπή τού -τρ- σε -τσ-, γνωστή στην τσακωνική διάλ., άποψη που προσκρούει, όμως, στη δυσερμήνευτη τροπή τού -χ- σε -κ-. Κατ' άλλους, η λ. έχει προέλθει από τον τ. διάκονες «υπηρέτες, φύλακες κάστρου»
Τέλος, η θεώρηση τού ον. Τσάκωνες και, κατά συνέπεια, και του λαού ως σλαβικών είναι εσφαλμένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Tsakonians — (Greek: Τσάκωνες Tsákones ) are an ethnic Greek population group, speakers of the Tsakonian dialect, or more broadly, inhabitants of Tsakonia in the eastern Peloponnese and followers of certain Tsakonian cultural traditions, such as the Tsakonian …   Wikipedia

  • Греческая ветвь — Греческая группа  в настоящее время это одна из самых своеобразных и относительно малочисленных языковых групп (семей) в составе индоевропейских языков. При этом греческая группа  одна из самых древних и хорошо изученных ещё со времён… …   Википедия

  • Греческая группа языков — Греческая группа  в настоящее время это одна из самых своеобразных и относительно малочисленных языковых групп (семей) в составе индоевропейских языков. При этом греческая группа  одна из самых древних и хорошо изученных ещё со времён… …   Википедия

  • Τσακωνία — και Τσακωνιά, η, Ν [Τσάκωνες] τμήμα τής επαρχίας Κυνουρίας, τής ανατολικής Πελοποννήσου …   Dictionary of Greek

  • τσακωνικός — ή, ό, και τσακώνικος, η, ο, Ν [Τσάκωνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσάκωνες ή στην Τσακωνία 2. το ουδ. ως ουσ. το τσακώνικο ο καρπός μιας ποικιλίας τού φυτού απιδιά η κοινή 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσακωνικά και τσακώνικα η …   Dictionary of Greek

  • Λακεδαίμονα — (αρχ. Λακεδαίμων). Ονομασία κατά την ομηρική εποχή της Λακωνικής, δηλαδή της εύφορης χώρας της Λακωνίας που βρισκόταν στην κοιλάδα του Ευρώτα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο η ονομασία αυτή επικράτησε για τη Σπάρτη. Τότε, ήταν ένας μικρός οικισμός, ο… …   Dictionary of Greek

  • τσακωνικός, -ή, -ό — και τσακώνικος, η, ο,1. που έχει σχέση με τους Τσάκωνες ή την Τσακωνιά: Τσακωνική διάλεκτος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τα τσακώνικα η τσακωνική διάλεκτος. 3. το ουδ. εν. ως ουσ., τσακώνικο (βλ. λ.). 4. επίρρ., τσακώνικα στην τσακωνική διάλεκτο:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”